κυριώνυμος

κυριώνυμος
-η, -ο (Μ κυριώνυμος, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κυριώνυμο
κύριο όνομα
μσν.
αυτός που πήρε το όνομά του από τον Κύριο, από τον Χριστό («κυριώνυμος ἡμέρα» — η Κυριακή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. επώνυμος. Το -ω- τού τ. οφείλεται στον νόμο τής εκτάσεως εν συνθέσει].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυριωνυμία — κυριωνυμία, ἡ (Μ) [κυριώνυμος] ιδιάζουσα ονομασία («γάμῳ ὑποπεσοῡσαι καὶ τεκοῡσαι νύμφαι καλοῡνται κατά τινα κυριωνυμίαν», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • κυριωνυμικώς — κυριωνυμικῶς (Μ) [κυριώνυμος] επίρρ. με κύριο όνομα, με ιδιαίτερη ονομασία …   Dictionary of Greek

  • κυριωνυμώ — κυριωνυμῶ, έω (Μ) [κυριώνυμος] 1. αποκαλώ κάποιον με ιδιαίτερο, κύριο όνομα 2. αποκαλώ κάποιον κύριο …   Dictionary of Greek

  • κυριώνυμο — το βλ. κυριώνυμος …   Dictionary of Greek

  • κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”