- κυριώνυμος
- -η, -ο (Μ κυριώνυμος, -ον)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το κυριώνυμοκύριο όνομαμσν.αυτός που πήρε το όνομά του από τον Κύριο, από τον Χριστό («κυριώνυμος ἡμέρα» — η Κυριακή).[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. επώνυμος. Το -ω- τού τ. οφείλεται στον νόμο τής εκτάσεως εν συνθέσει].
Dictionary of Greek. 2013.